ὀλιγαῦλαξ

ὀλιγαῦλαξ
ὀλιγαῦλαξ
having but little arable land
masc/fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ολιγαύλαξ — ὀλιγαῡλαξ, ακος και ὀλιγόλαυξ και δωρ. τ. ὀλιγῶλαξ, ὁ, ἡ (Α) αυτός που περιλαμβάνει μικρή μόνο έκταση καλλιεργήσιμης γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + αὖλαξ (πρβλ. πολυ αύλαξ)] …   Dictionary of Greek

  • αύλακα — η και αύλακας, ο (AM αὖλαξ, Α και ἄλοξ και ὦλξ, μόνο στην αιτ. ὦλκα, ὦλκας) αυλάκι κήπου ή αγρού νεοελλ. 1. η αφρισμένη γραμμή που αφήνει πίσω του το πλοίο 2. τεχνητό ή φυσικό όρυγμα όρμου ή λιμανιού για τη διέλευση των πλοίων αρχ. 1. γλυφή 2.… …   Dictionary of Greek

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

  • ολιγώλαξ — ὀλιγῶλαξ, ώλακος, ὁ, ἡ (Α) δωρ. τ.) βλ. ολιγαύλαξ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”